- Ἡροφίλου
- Ἡρόφιλοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ληνός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 408 κάτ.) στη πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Δ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * ο (AM ληνός, ἡ και ὁ, Α δωρ. τ. λανός) μικρό κτίσμα … Dictionary of Greek
Aristoxenus (physician) — Aristoxenus (Gr. polytonic|Ἀριστόξενος) was a Greek physician of Asia Minor who was quoted by Caelius Aurelianus. [Caelius Aurelianus, On Acute and Chronic Diseases iii. 16, p. 233] cite encyclopedia | last = Greenhill | first = William Alexander … Wikipedia
βάκχειος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός από την Τανάγρα της Βοιωτίας (3oς αι. π.Χ.). Μαθητής του Ηρόφιλου, που άσκησε την ιατρική ως υπομνηματιστής του Ιπποκράτη. 2. Μιλήσιος άγνωστης εποχής, που έγραψε σημαντικά συγγράμματα για τη γεωργία, όπως… … Dictionary of Greek
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek
φιλίνος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Δημοκράτης της Αττικής, που πρότεινε όλοι οι θήτες να καταταγούν στους οπλίτες. Κατηγορήθηκε για κλοπή και καταδικάστηκε έπειτα από έναν λόγο του ρήτορα Αντιφώντα, που ήταν με το μέρος των ολιγαρχικών. 2. Αττικός… … Dictionary of Greek
Δημοσθένης — I (Αθήνα 384 – Καλαυρία 322 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός και ρήτορας. Προερχόταν από εύπορη οικογένεια. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία επτά ετών. Οι καταχρήσεις των κληρονόμων του πατέρα του τον ανάγκασαν σε νεαρή ηλικία να αγωνιστεί δικαστικά… … Dictionary of Greek
Καλλιάναξ — (3ος αι. π.Χ.). Αλεξανδρινός γιατρός. Είναι ίσως ο αρχαιότερος από τους γνωστούς μαθητές του Ηρόφιλου. Μαρτυρίες γι’ αυτόν υπάρχουν στον Βακχείο, στον Ζεύξη και στον Γαληνό, ο οποίος όμως τον θεωρεί μεταγενέστερο από τον Ηρόφιλο. Παροιμιώδης έχει … Dictionary of Greek